25η Μαρτίου 1821

Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος, Αναγνωστικό Α΄ Δημοτικού 1971

H επέτειος αυτή είναι μια στιγμή περηφάνιας για την ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Και αυτό γιατί μια χούφτα ανθρώπων αποφάσισαν να πάρουν την τύχη τους στα χέρια και να διεκδικήσουν το δικαίωμα για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Είναι μια επέτειος συνειδητοποίησης ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται αλλά καταχτιέται. Είναι μια μέρα εξύμνησης του ανθρώπινης θέλησης για αξιοπρέπεια! Είναι τελικά η πιο διαχρονική επέτειος, αφού η εθνική μας ανεξαρτησία δεν παύει να είναι υπό αίρεση και αμφισβήτηση κάθε μέρα που περνά!

Καλή Εθνική Επέτειο

     Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ

Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχι
περπατῶντας ἡ Δόξα μονάχη
μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ,
γινωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
πού ’χαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.

    Διονύσιος Σολωμὸς

Δε μ’ ακούς; Είμαι ο Χειμώνας!

Σπύρος Βασιλείου, Τέσσερις Εποχές, «O Χειμώνας»

Δε μ’ακούς;

Έρχομαι μέσα από τους έρημους ασφαλτόδρομους.
Έλα, έλα, κοριτσάκι
μυρίζω φασουλάδα, πορτοκάλι και τραγανιστό τσουρέκι.
Έλα, έλα, αγοράκι
φόρεσε το σκούφο σου
βάλε τα μάλλινα γάντια σου
άνοιξε το στόμα σου, να ξεδιψάσεις με το χιόνι
γέμισε τις τσέπες σου σταφίδες, καρύδια
και ξεραμένα σύκα
τάισε με ψίχουλα τα πεινασμένα σπουργίτια.
Έρχομαι μέσα από τις παγωμένες λίμνες και τα ποτάμια
τα γυμνά κλαδιά και το μολυβένιο ουρανό
άσ’ το μόνο του στη γωνιά του το πατίνι
κάνε το φίλο σου να δακρύσει με μια φέτα μανταρίνι.
Τι κάνει η γιαγιά σου; Πλέκει ακόμη πλάι στο περβάζι;
Για κοίτα πώς μελάνιασε η μύτη σου….την πάγωσε τ’ αγιάζι…
Έλα, έλα, αγοράκι
έλα, έλα κοριτσάκι.
Δε μ’ ακούς;
Είμαι ο Χειμώνας.

Μάρω Λοίζου

Δε μ’ ακούς; Είμαι το φθινόπωρο…!

Σπύρος Βασιλείου, Τέσσερις Εποχές, «Το Φθινόπωρο»

Δε μ’ακούς;

Έρχομαι μαζί με τα κιτρινισμένα φύλλα.
Έλα, έλα κοριτσάκι,
Μυρίζω νοτισμένο χώμα και γομολάστιχα.
Έλα, έλα αγοράκι,
Κάτσε σ’ ένα ιπτάμενο φύλλο να φύγουμε μαζί,
Φτιάξε χάρτινες βαρκούλες να τις πάρει η βροχή.
Σ’ αρέσει η καινούρια σου τσάντα;
Για κοίτα πόσο ψήλωσε η Βάνα!
Έρχομαι μαζί με τα πρωτοβρόχια.
Τρέξε, τρέξε να ψήσουμε κάστανα.
Γέμισαν πάλι τ’ ανθοπωλεία πολύχρωμα χρυσάνθεμα.
Πώς οργώνουν τα χωράφια τα τρακτέρ!
Πάτα, πάτα το μούστο καλά, βάλε και μπόλικο σουσάμι στη μουσταλευριά.
Έρχομαι μαζί με τη βαριά μυρουδιά των σταφυλιών του τρύγου.
Έλα, έλα αγοράκι,
έλα, έλα κοριτσάκι.
Δε μ’ ακούς;
Είμαι το φθινόπωρο.

Μάρω Λοίζου

Ένας, αλλά Λέων!

(Στον Αύγουστο, που είναι ο μήνας των λιονταριών…)

Εγώ είμαι ο Λέων, αλλά εσάς κοιτάζω και τρομάζω. Σκάβετε, περνάτε από κόσκινο τα χώματα. Ξεθάβετε. Καταγράφετε. Φωτογραφίζετε. Εικάζετε. Περί πολλών τυρβάζετε. Αλαλάζετε. Θριαμβολογείτε. Περιαυτολογείτε. Και πάει λέγοντας…
Μαρμαρωμένος εδώ, στην Αμφίπολη, αμφιβάλλω για τις προθέσεις σας. Αμφιταλαντεύομαι εδώ, στην Αμφίπολη, ανάμεσα στην ανάγκη μου να παραμείνω γαλήνια σιωπηλός και στον πειρασμό να γίνω ολόκληρος ένας και μόνο ήχος: ΒΡΥΧΗΘΜΟΣ.

Ο Θεόφιλος κυκλοφορούσε ντυμένος Μεγαλέξανδρος, αλλά εσείς υπερβάλλετε. Τουλάχιστον εκείνος ήταν γνήσιος. Εσείς είστε τόσο επίπλαστα θεατρικοί…Παλιάτσοι σε μπουλούκι της κακιάς ώρας, στο σαρακοφαγωμένο σανίδι μιας αδρανοποιημένης χώρας. Που διψάει για αδρεναλίνη, μα τους Γόρδιους Δεσμούς δε λύνει.

Αμφίρροπες οι σκέψεις μου, εδώ, στην Αμφίπολη ως προς το τί μπορεί να αποβεί πιο ευεργετικό για μένα: να καλέσω σε βοήθεια τον Μεγαλέξανδρο, ή τον καταραμένο όφι; Να στείλω μήνυμα στο Στρυμόνα ότι ξημεροβραδιάζεστε μπροστά στο μέγα αίνιγμα, γι’ αυτό ας το πάρει επιτέλους το ποτάμι; Ή να μπερδέψω κι άλλο τις ενδείξεις με τις φιλενάδες μου τις Σφίγγες και να μείνετε με τη λαχτάρα;

Θρονιασμένος στο βάθρο μου από μαρμάρινο σπλάχνο της Θάσου, σας σπουδάζω προσεκτικά. Βοούν οι οθόνες σας, μα οι λέξεις σας σκορπίζονται καχεκτικές. Του ανέμου παρατράγουδα, χωρίς ρίζες στο σεβασμό, στη θαλπωρή.

Ποιοι, αλήθεια, καμώνεστε ότι είστε; Εγώ, αν και δίχως γλώσσα και μιλιά, διαφεντεύω την αγέραστη μνήμη, φρουρώ το ακατανόητο της ανθρώπινης αποκοτιάς. Και δεν ξιπάζομαι. Ικέτης προσπέφτω στου χρόνου τις ατελεύτητες σπείρες και κάποτε κάποτε ριγώ. Μα είναι ένα ρίγος ανεπαίσθητο η οιμωγή μου. Μόνο όσοι πιστοί τον ψυχανεμίζονται και καρτερούν…

Θλίβομαι όταν σας βλέπω να συνωστίζεστε σαν τους κόρακες πάνω από το αναπαυμένο παρελθόν σας. Άρχοντες και πληβείοι, εργολάβοι και παρατρεχάμενοι, δουλευτάδες και αργόσχολοι, όλοι έχετε να δώσετε μια προσταγή. Ως και τους στρατιώτες σας στείλατε, καταμεσής του Αυγούστου, να διαφυλάξουν τάχα αλώβητη την παράταξη των υψηλών προσδοκιών σας. Από ανεπιθύμητους όπως υπαινίσσεστε εισβολείς, που όμως -αλίμονο- δεν είναι παρά οι υπερφίαλοι εαυτοί σας!

Υπομειδιώ, αν με καλοκοιτάξετε. Με διασκεδάζετε ώρες ώρες με τις κορώνες και τις παράτες σας, τόσο εκκωφαντικά ετερόκλητες. Καμία σχέση με του τζίτζικα τις λεπτεπίλεπτες άριες, που κάθε τέτοια εποχή με συντροφεύει ακούραστος. Εκείνον περιγράφετε ως αθεράπευτα θερμόπληκτο, εσείς νοσείτε. Και κυνηγάτε τη Γοργόνα στα σαράντα κύματα, για να κραυγάσετε θριαμβευτικά, πριν καν σας απευθύνει το ερώτημα, πως, «ναι, Καλοκυρά μας, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!». Ο δικός σας ο Μεγαλέξανδρος.

Ευτυχώς, έχω πάντα την επιλογή της εθελούσιας κάθαρσης, θωπευτικά αναβαπτιζόμενος στη μοναξιά μου. Και συντροφεύομαι από παιδικά βλέμματα αγνότατου δέους, σε πρόσωπα σκαμμένα από τον ιδρώτα του ανασκαφικού πυρετού. Γιατί μερικοί από το είδος σας, είστε -ευτυχώς- γεννημένοι ποιητές. Και λάθρα (επι)βιώσαντες στους λάκκους των λεόντων, ως τέτοιοι πορεύεστε εις τους αιώνες των αιώνων. Γενιά απροσδιορίστου ηλικίας, αλλά αενάως (υπο)φέρουσα τη φωτοδότρια ελπίδα…

Εγώ είμαι ο Λέων, αλλά εσάς κοιτάζω και τρομάζω. Σκάβετε, περνάτε από κόσκινο τα χώματα. Ξεθάβετε. Καταγράφετε. Φωτογραφίζετε. Εικάζετε. Περί πολλών τυρβάζετε. Αλαλάζετε. Θριαμβολογείτε. Περιαυτολογείτε. Όλο ψάχνετε, Αμφίβολο αν θα βρείτε. Και πάει λέγοντας…
Εδώ, στην Αμφίπολη.

Εύη Τσιτιρίδου, Νηπιαγωγός – Συγγραφέας

Καίγεται η Παναγία των Παρισίων!

Καθαρή Δευτέρα!

Σπύρος Βασιλείου,Το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας,1950, Λάδι σε ξύλο

ΚΟΥΛΟΥΜΑ (Πρωία, 8.3.1943)

–Μια φορά κι έναν καιρό η καθαυτό Απόκρια ήτανε η Καθαρή Δευτέρα. Γιορτή του υπαίθρου, όπως κι η Πρωτομαγιά. Και προ παντός λαϊκή. Σωστό πανηγύρι έξω στον ήλιο και στον αέρα, όπως ήτανε κι όλες οι γιορτές των αρχαίων. Μάταια η Απόκρια από δυο εβδομάδες προσπαθούσε να θορυβήσει. Μάταια οι μουτσούνες, τα ντόμινα, τα ξελαρυγγίσματα, οι ροκάνες, οι φούχτες τα κομφετί και οι σερπαντίνες προσπαθούσανε να παραστήσουνε τη διασκέδαση. Μάταια οι δημόσιοι χοροί των διαφόρων συλλόγων κι οι επιτροπές του Καρναβάλου με τα βραβεία τους προσπαθούσανε να φέρουν σε κλειστό χώρο ή να βγάλουν έξω στους δρόμους την ευθυμία και το πνεύμα. Έπρεπε να έρθει η Καθαρή Δευτέρα, για να βάλει τα πράματα τη θέση τους. Τότε μονάχα η κοινοτυπική κραυγή: «σε γνωρίσαμε!» μπορούσε να «απευθυνθεί» στην Ευθυμία. Γιατί μονάχα τότε τη γνωρίζαμε κατά πλάτος και κατά βάθος.

Η ευθυμία τότε δεν ήτανε φκιαχτή. Δεν ήτανε υπόθεση ομάδων και δρόμων. ΄Ητανε φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού στο ύπαιθρο: στεριά και περιγιάλια. Χωρίς μάσκες, χωρίς αλλαξίματα φορεσιάς ή φύλου, χωρίς προσπάθεια. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, τα Φάληρα, η Κολοκυθού ήσαν τα σπουδαιότερα σημεία της εξόδου. Αφού ο λαός επί δεκαπέντε μέρες προσπαθούσε να γελάσει και δεν τα κατάφερνε γιατί έβγαινε από τη φυσικότητά του και παράσταινε κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, άμα ξημέρωσε η Καθαρή Δευτέρα ξανάμπαινε στον όχτο του και ξανάβρισκε τον εαυτό του. Κι έτρεχε κοπαδιαστά στην εξοχή να ξεσκάσει από τη «βεβιασμένη», την «κατά συνθήκην» υποκρισία των ημερών της Αποκριάς.

Η μια μέρα άξιζε περισσότερο από τις δεκαπέντε. Και σε μια μέρα γλεντούσε περισσότερο από όσο σε δυο βδομάδες.

Τα Κούλουμα ανάγονται σε πολύ παλιά εποχή. Κι οι λαογράφοι την θεωρούν επιβίωση ειδωλολατρικής γιορτής. Πάντως, μονάχα οι ειδωλολάτρες ξέρανε να γιορτάζουν αληθινά. Κι αν δεν είναι σωστή η γνώμη των λαογράφων, πάντως είναι σωστή η γνώμη των ψυχολόγων, που θέλουνε να εξηγήσουνε τα Κούλουμα ως ανάγκη του ανθρώπου να επανέλθει ύστερα από μακρινή προσπάθεια τεχνητής ευθυμίας στην πραγματική, τη φυσική ευθυμία.

Πίπιζες, γκάιδες, νταούλια συνοδεύανε τα υπαίθρια γλέντια του λαού. Κυρίως οι στήλες του Ολυμπίου Διός ήσαν το σπουδαιότερο, γιατί ήσαν και το πρωταρχικό σημείον της εξόδου. Σκόρδα, βρεχτοκούκια, χαλβάδες και ταραμάδες, ελιές και τουρσιά και λαγάνες –μύριζε όλο το ύπαιθρο σαρακοστή κι όμως ήτανε Απόκρια. Γιατί ο κόσμος γλεντούσε. Έπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Κι ο ήλιος, που αγαπά το λαό, έβαζε τα καλά του και φώτιζε και θέρμαινε τη γης.

Αν ήσαν πολλοί όσοι γλεντούσαν, ήσαν περισσότεροι όσοι βγαίνανε έξω για να ιδούνε τους άλλους να γλεντάνε. Και να διασκεδάζουνε βλέποντας. Παρ’ όλα τα αυστηρά ήθη του καιρού εκείνου, οι γυναίκες είχανε το πρόσταγμα. Αυτές στρώνανε το τραπέζι, αυτές κερνούσανε και χορεύανε πρώτες και καλύτερες. Ήτανε πραγματική ισότητα των φύλων, αν όχι αντιστροφή της ανισότητας.

Όλη η Αθήνα ήταν έξω την Καθαρή Δευτέρα. Τώρα είναι πολλά χρόνια που κι αυτό το πανηγύρι ξέφτισε. Κι ίσως στις επαρχίες να σώζεται ακόμα. Σήμερα στην πρωτεύουσα τα Κούλουμα χάσανε το λαϊκό τους χαραχτήρα κι από γιορτή του ύπαιθρου γενήκανε οικογενειακή συγκέντρωση και «πάρτι». Κι αντίς ν’ ακούς την πίπιζα και «της ακρίβειας τον καιρό», ακούς φωνόγραφο και το «λες και ήταν χτές»…

Τα κούλουμα! (χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη)

Ταυτότητα;

Photo: Phey Palma

Τοίχος Φωτιάς…!

Photo: Valerie Gache AFP – Getty Images

Μας έκαψες ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Ακόμη και τις ψυχές μας!

Photo: Τατιάνα Μπόλαρη – Eurokiniss, synFOTOGRAFIA

Σήμερα δεν ξημέρωσε απλά μία δύσκολη ημέρα. Το ξημέρωμα έφερε μαζί του τον χειρότερο εφιάλτη μου. Δε θα σου πω πως ξύπνησα και ήρθα αντιμέτωπη με αυτόν γιατί πολύ απλά δεν κοιμήθηκα ποτέ. Μα πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε να κλείσεις έστω και για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια σου όταν δε γνωρίζεις αν έχεις σπίτι, αν ζουν οι δικοί σου, αν σώθηκαν οι εκατοντάδες άνθρωποι που έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν.

ΚΑΠΟΙΟΣ αποφάσισε να μας καταστρέψει τις ζωές. ΚΑΠΟΙΟΣ θέλησε να δει εκατοντάδες ανθρώπους να προσπαθούν να σώσουν έστω και κάτι μικρό από την περιουσία τους. ΚΑΠΟΙΟΣ αποφάσισε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων παιδιών. ΚΑΠΟΙΟΣ αποφάσισε πως δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν δέντρα. ΚΑΠΟΙΟΣ χθες το βράδυ έφερε τη συντέλεια σε υλικό και ψυχικό επίπεδο.

Ξέρεις τι είναι να μην μπορείς να φτάσεις στο σπίτι σου; Ξέρεις τι είναι να βλέπεις φλόγες και εσύ απλά να είσαι θεατής; Ξέρεις τι είναι να χάνεις τον μπαμπά σου μέσα στη φωτιά γιατί πολύ απλά είναι 60 ετών και έχει μοχθήσει για το σπίτι του; Έχεις ακούσει κραυγές των δικών σου ανθρώπων στο τηλέφωνο; Έχεις νιώσει στο πετσί σου τι σημαίνει το ρήμα ΚΑΙΓΟΜΑΙ; Δεν έχεις δει ΤΙΠΟΤΑ μάλλον για αυτό αποφάσισες να μας ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ. Σε εσένα μιλάω, στον υπαίτιο.

Το χθεσινό βράδυ ήταν δύσκολο για όλους μας. Η φωτιά στο Νέο Βουτζά, το Μάτι και τη Ραφήνα έκαιγε από τις 18.00 περίπου το απόγευμα. Δεν πρόλαβα ποτέ να φτάσω σπίτι μου. Ήρθα απλά αντιμέτωπη με έναν δρόμο κλειστό και ένα μαύρο ουρανό από πάνω. Οι άνθρωποι έτρεχαν, η φωτιά άλλαζε κατεύθυνση, ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τις φλόγες και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα; ΤΙΠΟΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Aυτό ακριβώς έζησα.

Ξαφνικά ο κόσμος στο Μάτι εγκλωβίστηκε και έτρεξε να σωθεί στη θάλασσα. Ξύπνα λίγο, ταρακούνησε το είναι σου και σκέψου πως είμαστε στο 2018. 23 Ιουλίου του 2018 πάνω από 400 άτομα ψάχνουν σωτηρία κολυμπώντας στη θάλασσα. Σε ποια εποχή ζούμε ρε γαμώτο;

Νόμιζες πως οι εικόνες του Τιτανικού υπάρχουν μόνο στο σινεμά; Και όμως ΟΧΙ. Τσίμπα λίγο το χεράκι σου και συνειδητοποίησε πως οι βάρκες που είδες χθες στην τηλεόραση δεν ήταν ταινία μικρού μήκους. Ήταν reality. Ήταν οι δικές μου χθεσινοβραδινές στιγμές. Τις είδα, έδωσα ρούχα μου σε αυτούς τους ανθρώπους που κολυμπούσαν πάνω από 4 ώρες για να σωθούν. ΕΣΥ που τα έκανες αυτά τι θα πεις στη μαμά μιας 14χρονης που πνίγηκε στα ανοιχτά της Ραφήνας; Χαίρεσαι πολύ για την έκταση που κάηκε και ίσως αγοράσεις σε λίγα χρόνια κοψοχρονιά; Καταλαβαίνεις τι έκανες; Πέθανε κόσμος. Το καταλαβαίνεις;

Μητέρες κοιτούσαν τις βάρκες του λιμενικού και προσπαθούσα να καταλάβουν αν είναι μέσα τα παιδιά τους. Νιώσε το λίγο. Ένα παιδάκι περίπου 6 χρονών, τυλιγμένο με αντρικά πουκάμισα απλά έλεγε πολύ σιγανά «μαμά μου μην κλαις, είμαστε στη στεριά». Tι να του πεις; Το πόσο άτυχο είναι που μεγαλώνει σε έναν τέτοιο απάνθρωπο κόσμο ενηλίκων; Ντράπηκα και απλά να το κοιτάξω. Ντράπηκα πολύ!

Η σημερινή μέρα είναι απλά ΜΑΥΡΗ. Δε νομίζω πως υπάρχει λόγος να σου γράψω κάτι για τις χαμένες περιουσίες. Απλά εσύ που με διαβάζεις βοήθησε με το δικό σου τρόπο. Ξέρω πως εσύ δεν είσαι σαν ΕΚΕΙΝΟΝ.

Καληνύχτα Ελλάδα του 2018.

Ερμιόνη Σαρρή

Εθνική Τραγωδία!

23 Ιουλίου 2018, Τεράστια Οδύνη – Ανείπωτη Τραγωδία

Σιωπή!

Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές…

Στον τροπικό του Καρκίνου.

Η φωτιά είχε για τα καλά ανάψει, οι πιο μεγάλοι από μας άρχισαν να κάνουν μεγάλους σάλτους πάνω από αυτήν, ενώ εμείς οι μικρότεροι δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε, να εμπιστευτούμε, τα πόδια μας, να δώσουμε μια, να βγάλουμε φτερά, να την ξεπεράσουμε.
Το καλοκαίρι είναι του φτωχού και τη ζέστη την παλεύεις με το καυτό, μου το δίδαξαν στην έρημο, μέσα στη Σαχάρα εκεί όπου και οι πέτρες στενάζουν, αν σταθείς σιωπηλός ήρεμος θα νιώσεις τον καημό και την αντάρα τους.
Στέκομαι μακριά από την κάψα τους, ξένος, περαστικός ταξιδιώτης, δεν κατάφεραν, δεν το θέλησαν ποτέ, να με κάνουν ρυτίδα τους.
Στον Ιούνη τον Λαμπαδάρη, στη γιορτή του, τέτοιες μέρες στέκομαι στην φωτιά, που θεριεύει για χάρη του. Είναι το έθιμο παλιό, είναι που το προγραμμένο μήνυμα στα κύτταρα μας εξακολουθεί να φωτίζει το δρόμο μας και άθελα του μάς δείχνει την πορεία.
Την παραμονή της γιορτής του Άι Γιάννη, σαν σήμερα, ανάβουν φωτιές, μεγάλες, στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, στα Λεμονάδικα, εκεί που και ο Βαμβακάρη υμνούσε τον έρωτα και παθιαζόταν με τους στίχους, οι γείτονες από νωρίς τριγυρνούσαν μαζεύοντας τα πιτσιρίκια στη σειρά.
Τα ξύλα στοίβες, ψιθύριζαν, ετοίμαζαν μεγάλο πανηγύρι θα εξοριζόταν πάλι το κακό που δε μας άφησε ποτέ σε ησυχία, μας προκαλούσε άλλοτε με μάτια κι άλλοτε έχοντας πόδια λάγνα και τρυφερά.
Έθιμα που για μια στιγμή έλεγες πως έσβησαν, πήραν το δρόμο των παλιών Θεών και στάθηκαν στη πίσω όψη ενός ξεχασμένου παιδικού βιβλίου, της μικρής ανιστόριτης νιότης μας.
Φαίνεται πως ο προγνωστικός ήχος, ο Κλήδονας* της μέρας, είναι ο ήχος που μετασχηματίζεται, μέσα από τη βίαιη αλλαγή, το ξύλο, που δίνει θερμότητα ζεσταίνει τις από καιρό κρύες καρδιές, μας καλεί να κάψουμε το από καιρό τελειωμένο, άχρηστο κομμάτι μας.
Μέσα στην έρημο το καυτό θεόγλυκο τσάι είναι που ξεδιψά, ούτε σκέψη για το παγωμένο, μέσα στην άνυδρη από συναισθήματα μα και παρορμήσεις πόλη, είναι η συνεύρεση, το κοινό και πιθανά ανόητο νοιάξιμο που ανοίγει τα κουτσουρεμένα φτερά μας. Ξανακάνει, ξαναγεννά ανθρώπους, εκείνα τα μοιραία θηλαστικά που ξέφυγαν από την κιβωτό και το πάλεψαν μάταια μοναχά τους.

* κληδών: αρχική σημασία “προμήνυμα”. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι ανύπαντρες κοπέλες μαντεύουν το όνομα του μελλοντικού συζύγου. Για ψέματα και υπερβολές χρησιμοποιείται και η φράση “αυτά τα λένε στον κλήδονα”

Μανώλης Δημελλάς, Εικονολήπτης Επικαίρων – Συγγραφέας

via: εάν, (ένθετο του 24grammata.com)

Δείτε: